- συναποτερματίζομαι
- Α [ἀποτερματίζω, -ομαι]1. καταλήγω στο ίδιο τέρμα με άλλον2. (κατ' επέκτ.) έχω το ίδιο μήκος με κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναποτερματιζόμενον — συναποτερματίζομαι to be conterminous with pres part mp masc acc sg συναποτερματίζομαι to be conterminous with pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)